- σκευοποιός
- σκευοποι-ός, ὁ,A maker of masks and other stage-properties, Ar.Eq.232, Arist.Po.1450b20, OGI51.66 (Ptolemais, iii B.C.), Plu.2.1123c, Ath.14.621e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευοποιός — maker of masks and other stage properties masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοποιός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει προσωπεία, είδη τού θεατρικού ενδυματολογίου και άλλα παρεμφερή σκηνικά αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ποιός*] … Dictionary of Greek
σκευοποιοί — σκευοποιός maker of masks and other stage properties masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοποιούς — σκευοποιός maker of masks and other stage properties masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοποιόν — σκευοποιός maker of masks and other stage properties masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σκευοποιΐα — ἡ, Α [σκευοποιός] κατασκευή προσωπίδων και άλλων αντικειμένων απαραίτητων για τη θεατρική σκηνή … Dictionary of Greek
σκευοποιώ — έω, Α [σκευοποιός] 1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ. β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
σκευοποιοῦ — σκευοποιέω fabricate pres imperat mp 2nd sg (attic) σκευοποιέω fabricate imperf ind mp 2nd sg (attic) σκευοποιός maker of masks and other stage properties masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοποιῶν — σκευοποιέω fabricate pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκευοποιός maker of masks and other stage properties masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)